02/01/2011 - 03/01/2011

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Ενδοδαπέδια θέρμανση


Καινούριος τρόπος θέρμανσης;

Η ενδοδαπέδια θέρμανση βρίσκει εφαρμογή στις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης τα τελευταία 50 χρόνια. Εντούτοις στην Ελλάδα χρησιμοποιείται ως βασικός τρόπος θέρμανσης, τα τελευταία 25 χρόνια χωρίς πάλι να κερδίζει το σημαντικότερο κομμάτι της πίτας. Αυτός ο τρόπος θέρμανσης, έχει τις ρίζες του στην αρχαία Ρώμη όπου τα ζεστά καυσαέρια της καύσης διοχετεύονταν σε υποδαπέδιο χώρο και σύστημα καναλιών. Με τον τρόπο αυτό διατηρούνταν ζεστό το δάπεδο και κατ’ επέκταση ο υπερκείμενος χώρος.

Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

Ο δροσισμός στα κτίρια


Medium_cooling_house_illustrationΟ δροσισμός, έννοια ελάχιστα διαδεδομένη στην Ελλάδα, αποτελεί αν όχι εναλλακτική, σίγουρα βοηθητική πρακ
τική για την εξασφάλιση συνθηκών θερμικής άνεσης στα κτίρια. Οι συμβατικές μέθοδοι κλιματισμού πέραν της υπερβολικής κατανάλωσης ενέργειας και της αύξησης της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος συμβάλλοντας έτσι στο φαινόμενο της θερμικής νησίδας στα αστικά κέντρα, παρουσιάζουν αδυναμία στην ανταλλαγή εσωτερικού με εξωτερικού αέρα. Καθίσταται έτσι ο δροσισμός εκ των πραγμάτων και με τις διάφορες μορφές που μπορεί να εφαρμοστεί, αναγκαίο συμπλήρωμα στην ψυκτική διαδικασία.
Ο φυσικός δροσισμός επιτυγχάνεται με διάφορες μεθόδους, είτε μεμονωμένα είτε συνδυαστικά. Η ανάκλαση της προσπίπτουσας ακτινοβολίας βοηθάει στη μείωση της απορροφώμενης θερμότητας. Για παράδειγμα ένας σκουρόχρωμος τοίχος ή ταράτσα, απορροφά το 90% της προσπίπτουσας ακτινοβολίας, ενώ παρουσιάζει θερμοκρασία έως και 30°C περισσότερη από έναν αντίστοιχο ανοιχτόχρωμο. Η τοποθέτηση μιας ανακλαστικής μεμβράνης στην ταράτσα ή πολύ περισσότερο η ύπαρξη ενός φυτεμένου δώματος έχει άριστα αποτελέσματα.
Η εγκατάσταση υαλοπινάκων χαμηλής εκπεμψιμότητας εμποδίζει την είσοδο θερμικής ακτινοβολίας. Παράλληλα η σκίαση φυσική ή τεχνητή (φύτευση δέντρων και τοποθέτηση ειδικών σκιάστρων) μπορεί να μειώσει τις ανάγκες ψύξης έως και 50%.
Δροσισμός σε ικανοποιητικό επίπεδο επιτυγχάνεται και με το σωστό αερισμό είτε είναι φυσικός είτε υβριδικός. Με σωστό αερισμό η διαφορά εσωτερικής και εξωτερικής θερμοκρασίας μπορεί να φτάσει τους 10°C. Μέγιστα αποτελέσματα φυσικού αερισμού επιτυγχάνονται με το σωστό βιοκλιματικό αρχιτεκτονικό σχεδιασμό.
Σε περιοχές με σχετική χαμηλή υγρασία μπορεί να αναπτυχθεί εξατμιστικός δροσισμός. Ο αέρας διέρχεται από σώμα νερού προκαλώντας έτσι την εξάτμισή του, ενώ παράλληλα ψύχεται και εμπλουτίζεται με υγρασία. Ο εξατμιστικός δροσισμός μπορεί να βελτιώσει τις θερμικές συνθήκες του κτιρίου είτε επιδρώντας άμεσα είτε έμμεσα ψύχοντας το κέλυφός του. Τεχνικές άμεσου ψυκτικού δροσισμού είναι η χρήση σωμάτων νερού όπως σιντριβάνια ή μικρές λίμνες σε εσωτερικές αυλές, αίθρια ή μέσω πύργων δροσισμού. Έμμεσος φυσικός δροσισμός επιτυγχάνεται με ανοιχτές λίμνες οροφής και ψεκασμό δωμάτων με νερό.
Μια εναλλακτική και πολύ αποδοτική δυνατότητα δροσισμού μπορεί να υπάρξει με τη χρήση των σωληνώσεων της ενδοδαπέδιας θέρμανσης αν αυτή υπάρχει. Σε αυτή την περίπτωση, διοχετεύεται κρύο νερό στο ενδοδαπέδιο σύστημα προκαλώντας με τον τρόπο αυτό δαπεδοψύξη. Απαιτείται βέβαια ψύκτης αέρα νερού και αυτοματισμός για την αποφυγή υγροποιήσεων. Στην περίπτωση που χρησιμοποιούμε γεωθερμική αντλία θερμότητας, το κόστος μειώνεται δραστικά. Το νερό εισέρχεται στο σύστημα σε θερμοκρασία 14-18°C και επιστρέφει έχοντας απορροφήσει θερμότητα τέτοια αυξάνοντάς του τη θερμοκρασία περίπου 5°C. Η θερμοκρασία του δαπέδου πρέπει να προσαρμόζεται με τη βοήθεια αισθητηρίων και λοιπών αυτοματισμών ούτως ώστε να αποφεύγεται το φαινόμενο των υγροποιήσεων στο δάπεδο. Δροσισμός τέτοιου τύπου χρησιμοποιείται στους τοίχους αλλά και στις οροφές.
Ο δροσισμός γενικά δεν μπορεί να αντικαταστήσει πλήρως την ψυκτική διαδικασία μέσω κλιματιστικών, τουλάχιστον όχι σε πολλές περιπτώσεις, όμως σίγουρα δημιουργεί συνθήκες άνεσης και μαζί με το σωστό βιοκλιματικό αρχιτεκτονικό σχεδιασμό μειώνει δραστικά το κόστος ψύξης.

Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

Αυτοκαθαριζόμενα τζάμια


Medium_glass_window_cleaningΤο αυτοκαθαριζόμενο γυαλί είναι ένας συγκεκριμένος τύπος γυαλιού του οποίου η επιφάνεια έχει τη δυνατότητα να κρατά 
μακριά τους ρύπους μέσω φωτοκαταλυτικής διάσπασης. Το πρώτο αυτοκαθαριζόμενο γυαλί βασίζει τις ιδιότητές του στην επίστρωση ενός λεπτού φιλμ διοξειδίου του τιτανίου πάχους μόλις 15 νανομέτρων.
Η διαδικασία καθαρισμού γίνεται σε δύο στάδια. Με την έκθεση στο φως της ημέρας η επίστρωσή του αντιδρά χημικά διασπώντας όλες τις οργανικές επικαθήσεις και σε επόμενη φάση καθιστά το γυαλί υδρόφιλο με αποτέλεσμα το νερό της βροχής να ρέει πάνω του ομοιόμορφα, χωρίς να δημιουργεί σταγόνες, απομακρύνοντας έτσι τους διασπασμένους από την πρώτη φάση οργανικούς ρύπους. Οι δυνατότητες διάσπασης βέβαια δεν επεκτείνονται στα χρώματα, στη σιλικόνη ή στον στόκο λόγω της πυκνότητας των επικαθίσεων αυτών, η οποία δεν αφήνει το φως της ημέρας να έρθει σε επαφή με την επιφάνεια του γυαλιού ούτως ώστε να συντελεστεί η διάσπαση. Σε περιόδους μεγάλης ξηρασίας όπου η βροχή δεν μπορεί να απομακρύνει τους αποσυντεθειμένους ρύπους υφίσταται η ανάγκη της διαβροχής της επιφάνειας. Προσοχή θα πρέπει να δίνεται σε κάθε είδος ανθρώπινης επέμβασης ούτως ώστε να μην τραυματιστεί το φιλμ της επιφάνειας. Το κόστος του γυαλιού αυτού δεν είναι απαγορευτικό, καθώς η επίστρωση δεν το αυξάνει  πάνω από το 20%, ενώ μειώνει δραστικά αυτό του καθαρισμού.

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011

Ο ρόλος του μεσίτη


Η μεσολάβηση, η επαφή δηλαδή η οποία επιτυγχάνεται μεταξύ δύο προσώπων με σκοπό τη συνεννόηση και την κατάρτιση σύμβασης είναι ίσως  ο πιο γνωστός ρόλος ενός μεσίτη. Ο πραγματικός όμως ρόλος του μεσίτη είναι η κατανόηση των αναγκών των πελατών του και η βοήθεια που μπορεί μέσω της ιδιότητάς του να προσφέρει σ’ αυτούς. Αρκετές είναι οι φορές που οι πελάτες μπορεί να ζητήσουν διαφορετικά πράγματα από αυτά που πραγματικά έχουν ανάγκη ή έχοντας υπερεκτιμήσει τα όσα κατέχουν, διογκώνουν τις απαιτήσεις τους. Διττός λοιπόν ο ρόλος του μεσίτη που πρέπει να καταλάβει το λάθος του πελάτη και με επιχειρήματα να τον στρέψει στη σωστή κατεύθυνση. Απαιτείται λοιπόν από τον μεσίτη η πραγματική γνώση γύρω από το χώρο των ακινήτων μαζί με την επαγγελματική του εμπειρία, ούτως ώστε να επιτευχθεί το μέγιστο δυνατό και δίκαιο αποτέλεσμα.
Για να επιτύχει ένας διάλογος γύρω από τις μεσιτείες θα πρέπει να υπάρχει ειλικρίνεια, σαφήνεια, γνώση και επάρκεια πληροφοριών. Η προσέγγιση θα πρέπει να γίνεται με λεπτότητα, ευγένεια, κατανόηση. Η εκτόνωση των πιθανών εντάσεων θα πρέπει να είναι μέλημά του μεσίτη προσπαθώντας παράλληλα να βρει εκείνες τις εναλλακτικές που θα οδηγήσουν στην επίλυση του προβλήματος χωρίς την επιδίωξη της επιβολής των απόψεών του. Η γνώση των επιμέρους λεπτομερειών γύρω από τα ακίνητα όπως νομικά και τεχνικά θέματα, φορολογικό καθεστώς κ.λπ. είναι απαραίτητη για την πληρέστερη πληροφόρηση των αντισυμβαλλόμενων πλευρών.
Η απόκτηση της απαραίτητης γνώσης βέβαια και η κατάρτιση των μεσιτών γύρω από θέματα που αφορούν στην αγορά των ακινήτων είναι σαφώς θέμα της πολιτείας και των νόμων που διέπουν τη χορήγηση άδειας άσκησης επαγγέλματος του μεσίτη αστικών συμβάσεων. Δυστυχώς όμως η Ελλάδα είναι ίσως η μοναδική χώρα στην οποία αρκεί η κατοχή απολυτηρίου γυμνασίου, ως προαπαιτούμενο  ελάχιστο επίπεδο εκπαίδευσης, ενώ ταυτόχρονα είναι ίσως και πάλι η μοναδική χώρα όπου δεν απαιτείται κανενός είδους εξεταστική διαδικασία για την πιστοποίηση των ελάχιστων γνώσεων. Για τη χορήγηση άδειας άσκησης επαγγέλματος μεσίτη αστικών συμβάσεων απαιτείται  μόνο η εγγραφή στο Εμπορικό, Βιομηχανικό ή Επαγγελματικό Επιμελητήριο. Το καθεστώς αυτό φαίνεται να αλλάζει σύμφωνα με το νομοσχέδιο που παρουσιάστηκε πρόσφατα και βρίσκεται σε διαβούλευση, οι βασικότερες διατάξεις του οποίου παρουσιάζονται στο αντίστοιχο συνημμένο αρχείο.
Αν και το νομοθετικό πλαίσιο για τους μεσίτες αστικών συμβάσεων μέχρι τώρα ήταν σχεδόν ανύπαρκτο όσον αφορά την επιστημονική και γνωσιακή τους κατάρτιση, μια σημαντική μερίδα επαγγελματιών του χώρου παρουσιάζεται αρκετά καταρτισμένη, ενημερωμένη και με ανεπτυγμένο αίσθημα ευθύνης.
Σε κάθε περίπτωση πάντως η επαγγελματική αντιμετώπιση της αγοράς ακινήτων από την πλευρά των μεσιτών σίγουρα θα μπορέσει να αναδείξει στο μέλλον τις πραγματικές ανάγκες και ευκαιρίες στο χώρο αλλά και τη δημιουργία εμπιστοσύνης και αισθήματος ασφάλειας των αντισυμβαλλομένων, σε μια συμφωνία, ούτως ώστε ο μεσίτης να μπορεί να χαρακτηρίζεται πραγματικά ως σύμβουλος ακίνητης περιουσίας.
«Μετά από μια δίκαιη και τίμια συναλλαγή και οι δύο πλευρές πρέπει να είναι ευχαριστημένες».

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Υδραυλικές εγκαταστάσεις


Γενικά:
  1. Οι εσωτερικές υδραυλικές εγκαταστάσεις του κτιρίου περιλαμβάνουν τιςεγκαταστάσεις ύδρευσης(δηλαδή τις εγκαταστάσεις διανομής και αποθήκευσης νερού χρήσης, τις εγκαταστάσεις παραγωγής, διανομής και αποθήκευσης ζεστού νερού χρήσης), τις εγκαταστάσεις πυρόσβεσης με νερό ή αφρό χαμηλής διόγκωσης, τιςεγκαταστάσεις αποχέτευσης λυμάτωναπόβλητων και ομβρίων ή άλλων καθαρών νερών, καθώς και τις διάφορες συνδέσεις μέσα ή έξω από το κτίριο, που σκοπό έχουν την τροφοδοσία του με νερό ή την απομάκρυνση λυμάτων, αποβλήτων και ομβρίων.
  2. Οι εσωτερικές υδραυλικές εγκαταστάσεις κατασκευάζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζονται συνθήκες υγιεινής, ασφάλειας και άνεσης των ατόμων που χρησιμοποιούν (κατοικούν, εργάζονται ή παρευρίσκονται) τα κτίρια, καθώς και η ορθή και απρόσκοπτη λειτουργία αυτών. Να λαμβάνεται πρόνοια ώστε η δικλείδα γενικής παροχής να είναι προσιτή και σε άτομα με ειδικές ανάγκες, χρήστες αμαξιδίων.
  3. Ο τρόπος κατασκευής των εγκαταστάσεων και η ποιότητα των χρησιμοποιούμενων υλικών, καθώς και οι συστάσεις και οδηγίες καθορίζονται από τους σχετικούς κανονισμούς ή και τις εγκεκριμένες τεχνικές οδηγίες ή εμπειρικά, αν δεν υπάρχουν τα πιο πάνω. Ειδικότερα, για τις εγκαταστάσεις ύδρευσης εφαρμόζονται οι διατάξεις της τεχνικής οδηγίας του ΤΕΕ, (ΤΟΤΕΕ 2411/1986). Για τις εγκαταστάσεις αποχέτευσης λυμάτων και ομβρίων εφαρμόζονται οι διατάξεις της ΤΟΤΕΕ 2412/1986 που εγκρίθηκε με την ΕΗ1/0120/7.3.1988 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΦΕΚ 177/Β) και για τις εγκαταστάσεις πυρόσβεσης με νερό οι διατάξεις της ΤΟΤΕΕ 2451/1986 που εγκρίθηκε με την ΕΗ1/455/12.11.1987 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΦΕΚ 632/Β).
  4. Οι όροι διάθεσης των λυμάτων ή των αποβλήτων καθορίζονται σύμφωνα με την υγειονομική διάταξηΕΙΒ/221/1965 (ΦΕΚ 138/Β) όπως κάθε φορά ισχύει και των διοικητικών πράξεων που εκδίδονται σύμφωνα με αυτή.
  5. Η ενσωμάτωση στοιχείων της υδραυλικής εγκατάστασης στον φέροντα οργανισμό απαγορεύεται. Ενσωμάτωση αυτών στα μη φέροντα μέρη της οικοδομής πρέπει να αποφεύγεται, στις περιπτώσεις όμως που είναι αναπόφευκτη, επιτρέπεται εφόσον:
  • Πιθανή βλάβη του κτιρίου ή της υδραυλικής εγκατάστασης από σεισμό ή άλλη αιτία δεν θα επιφέρει αχρηστία στην υδραυλική εγκατάσταση ή βλάβη στην οικοδομή και γενικά η αποκατάσταση των βλαβών να είναι σχετικά εύκολη, σύντομη και οικονομική.
  • Δεν δημιουργούνται κακοτεχνίες και αντιαισθητικές κατασκευές.
  • Εξασφαλίζονται ελεύθερη συστολή - διαστολή των σωληνώσεων και έντεχνα τελειώματα.
  • Τα ενσωματούμενα υλικά είναι κατάλληλα σύμφωνα με τις σχετικές προδιαγραφές και την τεχνική εμπειρία και δεν αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.
Η στήριξη και η διέλευση των στοιχείων των υδραυλικών εγκαταστάσεων επιτρέπεται στα φέροντα και μη τμήματα της οικοδομής, εφόσον έχει γίνει σχετική πρόβλεψη από τη στατική και αντισεισμική μελέτη και εφαρμόζονται οι παραπάνω διατάξεις της παρούσας υποπαραγράφου.
Εάν δεν έχει γίνει σχετική πρόβλεψη στη στατική και αντισεισμική μελέτη είναι δυνατό να επιτραπούν διελεύσεις και στηρίξεις σε φέροντα ή μη τμήματα της οικοδομής, εάν δεν ελαττώνεται κάτω απ' τα επιτρεπτά όρια η φέρουσα ικανότητα και αντοχή αυτών, μετά από έγγραφη βεβαίωση του επιβλέποντα τις στατικές εργασίες μηχανικού, εφαρμοζόμενων και πάλι των διατάξεων της παρούσας υποπαραγράφου.
6.    Εφόσον οι κλιματολογικές συνθήκες το απαιτούν, οι εσωτερικές υδραυλικές εγκαταστάσεις πρέπει να κατασκευάζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται επαρκής προστασία από τον παγετό, σε όλα τα τμήματα των εγκαταστάσεων.
7.    Οι εσωτερικές υδραυλικές εγκαταστάσεις πρέπει να είναι υπολογισμένες και κατασκευασμένες κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μη δημιουργείται θόρυβος κατά τη λειτουργία τους ούτε να διευκολύνεται η μετάδοση του θορύβου. Σε χώρους με ειδικές απαιτήσεις στάθμης θορύβου, πρέπει να λαμβάνονται ειδικά μέτρα (π.χ. στήριξη των σωληνώσεων στην εξωτερική παρειά των τοίχων που περιβάλλουν τους χώρους με παρεμβολή ηχομονωτικού υλικού κ.λ.π.).
Εγκαταστάσεις ύδρευσης:
  1. Σε κάθε νέο κτίριο ή αυτοτελές τμήμα κτιρίου που μπορεί να χρησιμοποιηθεί έστω και πρόσκαιρα από ανθρώπους, πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ένα σημείο υδροληψίας με καθαρό, δροσερό και πόσιμο νερό, σε επαρκή ποσότητα.
  2. Οι εγκαταστάσεις ύδρευσης πρέπει να πληρούν τα αναφερόμενα στις υποπαραγράφους 2, 3, 5, 6 και 7 της παρ. ‘’Γενικά’’  του παρόντος άρθρου.
  3. Για κάθε νεοανεγειρόμενο ή υφιστάμενο κτίριο ή τμήμα κτιρίου, εφόσον η απαιτούμενη ποσότητα νερού μπορεί να διατεθεί από δημοτικό ή δημόσιο αγωγό ύδρευσης, η σύνδεση με το δημοτικό ή δημόσιο δίκτυο ή αγωγό ύδρευσης είναι υποχρεωτική.
  4. Όταν δεν υπάρχει δημοτικό ή δημόσιο δίκτυο ύδρευσης ή όταν υπάρχει μεν αλλά οι διατιθέμενες ποσότητες του δικτύου είναι ανεπαρκείς για τις ανάγκες του κτιρίου ή του χώρου, μπορεί να χρησιμοποιηθούν ιδιωτικές πηγές νερού, οι οποίες ελέγχονται περιοδικά για την καταλληλότητα του νερού από την αρμόδια υπηρεσία.
  5. Οποιαδήποτε σύνδεση της εγκατάστασης ύδρευσης κτιρίου, το οποίο τροφοδοτείται από δημόσιο ή δημοτικό αγωγό ύδρευσης, με άλλες πηγές νερού απαγορεύεται. Απαγορεύεται επίσης η διασύνδεση της εγκατάστασης ύδρευσης με οποιαδήποτε άλλη εγκατάσταση νερού (π.χ. πυρόσβεσης).
  6. Η σύνδεση της εγκατάστασης ύδρευσης με τους υδραυλικούς υποδοχείς ή τις συσκευές που τροφοδοτεί πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποκλείεται η ρύπανση ή η μόλυνση του νερού από τα λύματα ή απόβλητα.
  7. Εάν σε ένα κτίριο υπάρχουν, εκτός από την εγκατάσταση ύδρευσης που τροφοδοτείται από δημόσιο ή δημοτικό αγωγό, και άλλες εγκαταστάσεις νερού, όπως π.χ. πυρόσβεσης ή βιομηχανικής επεξεργασίας, οι οποίες τροφοδοτούνται από άλλες πηγές ύδρευσης τότε όλες οι σωληνώσεις και οι λήψεις πόσιμου νερού πρέπει να χαρακτηρίζονται με χρώματα και επιγραφές και οι υπόλοιπες εγκαταστάσεις να φέρουν σε όλες τις λήψεις τους επιγραφές της ακαταλληλότητας του νερού για πόσιμη χρήση.
  8. Εάν για την τροφοδότηση ενός κτιρίου απαιτείται η χρήση αντλιών, οι αντλίες απαγορεύεται να συνδεθούν απ' ευθείας επί των σωληνώσεων του δημοτικού ή δημόσιου αγωγού ύδρευσης, αλλά πρέπει να αναρροφούν από ανοικτή δεξαμενή, η οποία τροφοδοτείται από το δίκτυο ή αγωγό ύδρευσης.
  9. Οι εγκαταστάσεις ύδρευσης πρέπει να κατασκευάζονται από υλικά που να εξασφαλίζουν απόλυτα συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας για τα άτομα που τις χρησιμοποιούν, κατάλληλης αντοχής, στεγανότητας και αντοχής σε διάβρωση, όπως προβλέπουν οι ισχύουσες διατάξεις (κανονισμοί, τεχνικές οδηγίες κ.λ.π.)
Εγκαταστάσεις αποχέτευσης λυμάτων ή αποβλήτων:
  1. Σε κάθε νέα κατοικία πρέπει να υπάρχει ένας τουλάχιστον χώρος υγιεινής και ένας χώρος ή τμήμα χώρου παρασκευής τροφής (κουζίνα) καθώς και εγκατάσταση ύδρευσης και εγκατάσταση αποχέτευσης λυμάτων. Οι κατ' ελάχιστο απαιτούμενοι υποδοχείς σε κάθε κατοικία είναι: λεκάνη αποχωρητηρίου, νιπτήρας και υποδοχέας γενικής καθαριότητας (λουτήρας ή λεκάνη καταιονιστήρα) σε ενιαίο ή χωριστούς χώρους υγιεινής και ένας νεροχύτης στο χώρο παρασκευής φαγητού.
  2. Σε κάθε κτίριο ή χώρο, νέο ή υφιστάμενο, οποιασδήποτε χρήσης, όπου προβλέπεται παραμονή, εργασία ή παρουσία ατόμων, επιβάλλεται η ύπαρξη κατάλληλου πλήθους αποχωρητηρίων και νιπτήρων, καθώς και λοιπών υδραυλικών υποδοχέων, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Εφόσον από τον προορισμό του κτιρίου ή του χώρου προβλέπεται, σε μη σπάνιες περιπτώσεις, η παραμονή των αυτών προσώπων πέραν του 12ωρου ή υπάρχει πιθανότητα τα άτομα του χώρου να εκτεθούν σε υπερβολική θερμότητα ή να μολυνθεί το δέρμα τους από δηλητηριώδεις, βλαπτικές ή ερεθιστικές ουσίες, πρέπει να υπάρχουν και υποδοχείς γενικής σωματικής καθαριότητας (λουτήρας ή λεκάνη καταιονιστήρα), σε κατάλληλο πλήθος και διάταξη.
  3. Σε κάθε κτίριο ή χώρο, όπου προβλέπεται η ύπαρξη σημείου υδροληψίας ή υδραυλικού υποδοχέα οποιουδήποτε είδους, πρέπει να υπάρχει εγκατάσταση αποχέτευσης λυμάτων ή αποβλήτων. Κατ' εξαίρεση τούτο δεν ισχύει, προκειμένου για πυροσβεστικά σημεία υδροληψίας, για σημεία υδροληψίας δεξαμενής ή δοχείων που χρησιμοποιούνται για αποθήκευση νερού και σε σημεία υδροληψίας που δεν βρίσκονται στο εσωτερικό του κτιρίου, εφόσον ο φυσικός αποδέκτης μπορεί να παραλάβει τις σχετικές ποσότητες νερού και η χρήση του σημείου υδροληψίας δεν δημιουργεί προβλήματα καθαριότητας.
  4. Η εγκατάσταση αποχέτευσης λυμάτων ή αποβλήτων ενός κτιρίου ή ενός χώρου περιλαμβάνει τους υδραυλικούς υποδοχείς (εφόσον υπάρχουν), τα δίκτυα σωληνώσεων, τις οσμοπαγίδες, τα σημεία καθαρισμού, τις διατάξεις αερισμού, δηλαδή εισόδου και κυκλοφορίας αέρα στο σύστημα, τόσο για την προστασία των παγίδων από σιφωνισμό, όσο και για την απομάκρυνση των οσμών και αερίων και τη σύνδεση με το σύστημα διάθεσης λυμάτων ή αποβλήτων μέσω γενικής παγίδας (μηχανοσίφωνα).
  5. Οι εγκαταστάσεις αποχέτευσης λυμάτων ή αποβλήτων πρέπει να πληρούν τα αναφερόμενα στις υποπαραγράφους 2, 3, 5.2, 4, 5, 6 και 7 της παρ. ‘’Γενικά’’ του παρόντος άρθρου.
  6. Οι εγκαταστάσεις αποχέτευσης πρέπει σ' όλη τους την έκταση να είναι στεγανές στις παρουσιαζόμενες εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις ρευστών (υγρών ή αερίων).
  7. Απαγορεύεται η σύνδεση των εγκαταστάσεων αποχέτευσης λυμάτων ή αποβλήτων με εγκαταστάσεις αποχέτευσης ομβρίων σε οποιοδήποτε σημείο, πλην του παντορροϊκού δημόσιου ή δημοτικού αγωγού αποχέτευσης.
  8. Όλοι οι υδραυλικοί υποδοχείς ή τα σημεία αποχέτευσης πρέπει να συνδέονται με το δίκτυο σωληνώσεων μέσω οσμοπαγίδας, χωριστά ή ομαδικά. Κατά τη σχεδίαση και κατασκευή της εγκατάστασης αποχέτευσης πρέπει να ληφθεί μέριμνα, ώστε η υδάτινη σφραγίδα των οσμοπαγίδων να διατηρείται κανονικά κατά τη λειτουργία της εγκατάστασης. Επίσης, πρέπει να ληφθεί μέριμνα, ώστε οι σωληνώσεις και οι οσμοπαγίδες να μπορούν να καθαριστούν εύκολα μέσω ανοιγμάτων ή σημείων καθαρισμού (π.χ. τάπες, φρεάτια κλπ.) και να μην έχουν τυφλά σημεία.
  9. Εγκαταστάσεις αποχέτευσης λυμάτων ή αποβλήτων ή τμήματά τους, που βρίσκονται χαμηλότερα από τη στάθμη υπερύψωσης, πρέπει να προστατεύονται με τρόπο που να αποκλείεται η εισροή των υγρών της στάθμης στην εγκατάσταση.
  10. Οι απολήξεις των κατακόρυφων στηλών ακαθάρτων ή αερισμού πρέπει να είναι σε τέτοιες θέσεις, ώστε να μην αποτελούν κίνδυνο για την υγεία ή ενόχληση και πάντως να μην είναι χαμηλότερα από 1,50 μ. από δάπεδο που βρίσκεται στην ίδια στάθμη με δάπεδο χώρου κύριας χρήσης του ίδιου κτιρίου.
  11. Απαγορεύεται η σύνδεση του συστήματος αερισμού της εγκατάστασης αποχέτευσης με οποιοδήποτε σύστημα εξαερισμού χώρων.
  12. Η εγκατάσταση αποχέτευσης λυμάτων πρέπει να είναι κατασκευασμένη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε μεταξύ εξαρτήματος ή συσκευής σημείου υδροληψίας και του σημείου υπερχείλισης υδραυλικών υποδοχέων ή σημείου ή οπής απορροής, να υπάρχει κατάλληλο διάκενο αέρα, όπως ορίζουν οι οικείοι κανονισμοί, και να αποκλείεται η μόλυνση της εγκατάστασης ύδρευσης. Για τον ίδιο λόγο απαγορεύεται η σύνδεση του υδραυλικού υποδοχέα με απολήξεις σωληνώσεων άλλων πλην αποχέτευσης, αερισμού και έκπλυσης. Η στερέωση κρουνών ή σωληνώσεων ύδρευσης επί του υποδοχέα δεν θεωρείται απόληξη σωληνώσεων.
  13. Η σύνδεση της εγκατάστασης αποχέτευσης νέου ή υφιστάμενου κτιρίου ή χώρου με δημοτικό ή δημόσιο υπόνομο που να δέχεται ακάθαρτα (λύματα ή απόβλητα) είναι υποχρεωτική, εφόσον ο υπόνομος διέρχεται από το δρόμο που έχει πρόσβαση το κτίριο.
  14. Η ποιότητα των λυμάτων ή αποβλήτων που μπορεί να συνδεθούν με υπόνομο καθορίζεται από τις ισχύουσες διατάξεις ή τους κανονισμούς της αρχής που διαχειρίζεται τον υπόνομο. Στην περίπτωση αυτή και μόνο οι διατάξεις ή η εγκατάσταση επεξεργασίας λυμάτων αποτελεί μέρος της εγκατάστασης αποχέτευσης υπό την έννοια του παρόντος άρθρου.
  15. Σε περίπτωση που υφιστάμενη εγκατάσταση αποχέτευσης συνδεθεί με νεοκατασκευασμένο υπόνομο, οι υφιστάμενοι στεγανοί και απορροφητικοί βόθροι, καθώς και τα μη αναγκαιούντα τμήματα του δικτύου αποχέτευσης πρέπει να αχρηστεύονται ή αποξηλώνονται. Η αχρήστευση γίνεται με πλήρες άδειασμα των βόθρων και με πλήρωσή τους με καθαρές γαίες ή λιθορριπή, σε κάθε όμως περίπτωση θα πρέπει να υπάρχει μια σφραγιστική στρώση από οπλισμένο σκυρόδεμα που θα εντοπίζει τη θέση των βόθρων. Μελλοντική έδραση κτιρίων επ' αυτών πρέπει να αντιμετωπίζει τους πιθανούς κινδύνους από την ύπαρξη αυτών.
  16. Όπου δεν είναι δυνατή η αποχέτευση προς υπόνομο ή όπου ο ειδικός κανονισμός λειτουργίας υπονόμων απαιτεί, επιβάλλεται η κατασκευή στεγανού βόθρου (σηπτικής δεξαμενής). Οι στεγανοί βόθροι ή άλλες κατάλληλες για την καθίζηση των λυμάτων διατάξεις πρέπει:
  • να έχουν επαρκή χωρητικότητα και κατάλληλες διαστάσεις, ώστε να είναι κατάλληλοι για τη χρήση που προορίζονται.
  • να έχουν στεγανά τοιχώματα, αποκλείοντας διαρροές λυμάτων προς το χώμα και εισροές υπόγειων ή όμβριων υδάτων.
  • να έχουν στόμια καθαρισμού και επίσκεψης αεροστεγανά.
  • να αερίζονται
  • να απέχουν τουλάχιστον 15 μ. από κάθε πηγή νερού και τουλάχιστον 1 μ. από όλα τα όρια του οικοπέδου και τα θεμέλια κτιρίου.
17. Με την επιφύλαξη της προηγούμενης υποπαραγράφου 16, επιτρέπεται η διάθεση των λυμάτων στο φυσικό αποδέκτη με σύστημα απορροφητικού βόθρου ή τάφρου, με τις εξής προϋποθέσεις:
    • να έχουν υποστεί καθίζηση σε κατάλληλη διάταξη (π.χ. σηπτικός βόθρος).
    • οι απορροφητικοί βόθροι ή τάφροι να απέχουν τουλάχιστον 15 μ. από υδραγωγεία και 30 μ. από φρέατα ή πηγές νερού ή τη θάλασσα.
    • να απέχουν απόσταση από τα θεμέλια ανάλογα με τη σύσταση του εδάφους τέτοια, ώστε να μην προκαλεί τη διάβρωση του εδάφους θεμελίωσης. Πάντως, η απόσταση αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 2 μ.
    Διάθεση αποβλήτων προς το φυσικό αποδέκτη επιτρέπεται με τις παραπάνω προϋποθέσεις, μόνον εφόσον η ποιότητά τους είναι σύμφωνη με γενικές ή ειδικές υγειονομικές ή άλλες διατάξεις.
    18. Όλα τα εξαρτήματα, συσκευές, κατασκευές επιτόπου του έργου κλπ. της εγκατάστασης αποχέτευσης λυμάτων ή αποβλήτων πρέπει να είναι από υλικά κατάλληλα για το σκοπό που προορίζονται, με κατάλληλη αντοχή, στεγανότητα, απορροφητικότητα σε νερό, επιφανειακή ταχύτητα και αντοχή σε διάβρωση.
    Εγκατάσταση αποχέτευσης ομβρίων.
    1. Όλες οι επιφάνειες απορροής ομβρίων ή οι επιφάνειες στέγης κτιρίου ή χώρου νέου ή υφιστάμενου ή οικοπέδου ή ανοικτού χώρου, εφόσον προκαλούν ή είναι δυνατό να προκαλέσουν ενόχληση ή συνιστούν κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των γειτονικών ιδιοκτησιών ή κοινόχρηστων ή δημόσιων χώρων (π.χ. πεζοδρομίων) με την κατάκλυσή τους με όμβρια νερά πρέπει να διαθέτουν εγκατάσταση αποχέτευσης ομβρίων. Απαγορεύεται η ελεύθερη απορροή ομβρίων από τα δώματα και τους εξώστες.
    2. Η εγκατάσταση αποχέτευσης ομβρίων περιλαμβάνει τις διαμορφώσεις και τα στοιχεία συλλογής ομβρίων νερών των κτιρίων, το δίκτυο των οριζόντιων ή κατακόρυφων υδρορροών, τα απαραίτητα σημεία καθαρισμού, τις αμμοπαγίδες και τη σύνδεση με το δημοτικό ή δημόσιο αγωγό ομβρίων ή ακαθάρτων, εφόσον υπάρχει παντορροϊκό σύστημα. Σε περίπτωση παντορροϊκού αγωγού, στο δίκτυο υδρορροών πρέπει να προβλεφθούν οσμοπαγίδες σε κατάλληλες θέσεις, που να μην ευνοούν τη γρήγορη εξάτμιση του νερού της παγίδας.
    3. Εάν δεν υπάρχουν αγωγοί κατάλληλοι για τη διάθεση των ομβρίων, τότε αυτή μπορεί να γίνεται στα ρείθρα των πεζοδρομίων. Σε περίπτωση αδυναμίας διάθεσης των ομβρίων και εκεί, είναι δυνατή η διάθεση των ομβρίων σε απορροφητικό φρέαρ, με τις εξής προϋποθέσεις:
    • το φρέαρ να απέχει τουλάχιστον 5 μ. από θεμέλια κτιρίων ή τα όρια του οικοπέδου.
    • το φρέαρ να απέχει τουλάχιστον 5 μ. από υδραγωγεία και 10 μ. από φρεάτια ή πηγές νερού.
    • τα όμβρια να μην έχουν μολυνθεί με λύματα ή απόβλητα, όπως επίσης να έχουν υποστεί καθίζηση φερτών υλών σε κατάλληλες οσμοπαγίδες.
    4. Σε κάθε περίπτωση, επιτρέπεται η συλλογή ομβρίων σε στεγανή δεξαμενή, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις. Η δεξαμενή πρέπει:
      • να έχει επαρκή χωρητικότητα σύμφωνα με τις τοπικές συνθήκες.
      • να έχει στεγανά τοιχώματα που να αποκλείουν τόσο τη διαρροή των ομβρίων, όσο και κυρίως την εισροή υπόγειων ή άλλων νερών.
      • να έχει επαρκή αερισμό και στόμια καθαρισμού και επίσκεψης.
      • να απέχει τουλάχιστον 1 μ. από τα όρια του οικοπέδου ή τα θεμέλια κτιρίων και 5 μ. από κάθε πηγή νερού.
      Εγκαταστάσεις πυρόσβεσης με νερό.
      1. Εγκαταστάσεις πυρόσβεσης με νερό νοούνται το σύνολο των διατάξεων και συστημάτων που εγκαθίστανται σε ένα νέο ή υφιστάμενο κτίριο ή χώρο, ώστε να εξασφαλίζονται τα προβλεπόμενα κατασβεστικά μέσα από τις ισχύουσες διατάξεις σύμφωνα με την υποπαράγραφο 3 της παρ. ''Γενικά’’ του παρόντος άρθρου και χρησιμοποιούν ως κατασβεστικό μέσο είτε νερό είτε υδατικό διάλυμα διαφόρων ουσιών (π.χ. εγκατάσταση υδροδοτικού δικτύου, εγκατάσταση αυτόματων κεφαλών καταιονισμού (sprinklers), εγκατάσταση αφρού χαμηλής διόγκωσης).
      2. Οι εγκαταστάσεις πυρόσβεσης με νερό πρέπει να πληρούν τα αναφερόμενα στις υποπαραγράφους 2, 3, 5 και 6 της παρ. ‘’Γενικά’’ του παρόντος άρθρου.
      3. Η εγκατάσταση πυρόσβεσης είναι ανεξάρτητη από κάθε άλλη εγκατάσταση ύδρευσης και απαγορεύεται η σύνδεση σωληνώσεων της εγκατάστασης πυρόσβεσης με οποιαδήποτε άλλη εγκατάσταση.
      4. Εάν στην περιοχή του κτιρίου υπάρχει δημόσιο ή δημοτικό πυροσβεστικό δίκτυο, που μπορεί να εξασφαλίζει επαρκείς σύμφωνα με τις διατάξεις ποσότητες νερού και με την κατάλληλη πίεση, τότε η εγκατάσταση πυρόσβεσης μπορεί με την έγκριση της πυροσβεστικής υπηρεσίας να συνδεθεί με το πυροσβεστικό δίκτυο απευθείας. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η εγκατάσταση πυρόσβεσης τροφοδοτείται από δεξαμενή κατάλληλου όγκου, μέσω αντλιών και ειδικών διατάξεων, που να εξασφαλίζουν απόλυτα την επάρκεια ποσότητας και πίεσης του κατασβεστικού μέσου στα σημεία λήψης.
      5. Επιτρέπεται η χρησιμοποίηση της δεξαμενής ως αποθήκης νερού και για άλλες εγκαταστάσεις, εφόσον:
      • πληρούνται οι προϋποθέσεις των υποπαραγράφων 4 και 5 της παρ. ''Εγκαταστάσεις Ύδρευσης'' του παρόντος άρθρου.
      • Εξασφαλίζεται απόλυτα ανά πάσα στιγμή και υπό όλες τις προϋποθέσεις η ύπαρξη επαρκούς ποσότητας νερού στα πυροσβεστικά σημεία, όπως προβλέπουν οι ισχύουσες διατάξεις.
      • Εξασφαλίζεται η υγιεινή ποιότητα του νερού της δεξαμενής.
      6. Η εγκατάσταση πυρόσβεσης πρέπει να κατασκευάζεται, τουλάχιστον κατά το τμήμα της εντός του κτιρίου, από υλικά αφ’ ενός πυράντοχα (τουλάχιστον 1 h φωτιάς) και αφ’ ετέρου ανθεκτικά στην ποιότητα του νερού που χρησιμοποιεί η εγκατάσταση.

        Πηγή: Κτιριοδομικός κανονισμός.